υαλοθέτης

υαλοθέτης
ο, Ν
τεχνίτης ειδικευμένος στην τοποθέτηση υαλοπινάκων, τζαμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. σκηνο-θέτης, στοιχειο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υαλοθέσιο — το, Ν υαλόφρακτη προθήκη καταστήματος ή σκευοθήκη, κν. βιτρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοθέτης. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. vitrine (πρβλ. βιτρίνα) και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. ὑαλοθέσιον, από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”